- κελευθήτης
- κελευθήτης, ὁ (Α)ο οδοιπόρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + κατάλ. -ήτης (πρβλ. αυλ-ήτης, σκην-ήτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κελευθήτῃσι — κελευθήτης wayfarer masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελευθήτῃσιν — κελευθήτης wayfarer masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek